- θεωμένῃ
- θεάομαιgaze atpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)θεάωgaze atpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεωμένη — θεάομαι gaze at pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) θεάω gaze at pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek